ἴασις

ἴασις
ἴασις, εως, ἡ (ἰάομαι; Archilochus [VII B.C.] et al.; SIG 244 I, 53; LXX; En 10:7; TestJob 38:8; TestZeb 9:8; ApcSed 10:6; Philo, Joseph.; Just., A II, 13, 4; also [for ἰάθημεν Is 53:5] D. 17, 1; 95, 3 and [on Is 11:2] D. 39, 2).
restoration to health after a physical malady, healing, cure lit. (Hippocr., Pla. et al.; LXX; Jos., Ant. 7, 294) J 5:7 v.l. εἰς ἴασιν for healing = to heal Ac 4:30; τὸ σημεῖον τῆς ἰ. the miracle of healing vs. 22. ἰάσεις ἀποτελεῖν (s. Vett. Val. on 2) perform cures Lk 13:32; δέησις περὶ τῆς ἰ. prayer for healing B 12:7.
deliverance from a variety of ills or conditions that lie beyond physical maladies, cure, deliverance, fig. extension of mng. 1 (Pla., Leg. 9, 862c ἴασις τῆς ἀδικίας; Lucian, Jupp. Trag. 28; Alciphron 3, 13, 2; Vett. Val. 190, 30 τῶν φαύλων ἴασιν ἀποτελεῖ; Sir 43:22; Philo, Leg. All. 2, 79 ἴ. τοῦ πάθους; Jos., Ant. 5, 41) of forgiveness of sins (Arrian, Anab. 7, 29, 2 μόνη ἴασις ἁμαρτίας ὁμολογεῖν τε ἁμαρτόντα καὶ δῆλον εἶναι ἐπʼ αὐτῷ μεταγινώσκοντα=‘the only cure for a sin is for the sinner to confess it and to show repentance for it’; Hierocles 11, 441 ἰ. γίνεται τῶν προημαρτημένων; Sir 28:3; s. also ἰάομαι 2) ἴασιν δοῦναι grant forgiveness Hm 4, 1, 11; Hs 5, 7, 3f. ἴασιν δοῦναί τινι Hs 7:4. ποιεῖν ἴασιν τοῖς ἁμαρτήμασίν τινος forgive someone’s sins m 12, 6, 2. λαμβάνειν ἴασιν παρὰ τοῦ κυρίου τῶν ἁμαρτιῶν receive forgiveness of sins fr. the Lord Hs 8, 11, 3 (λαμβ. ἴ. as Philo, Post. Cai. 10).—DELG s.v. ἰάομαι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἴασις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάσις — ἰά̱σῑς , ἴασις healing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴασις — ἴᾱσις , ἴασις healing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰάσιδι — Ἴασις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴασι — Ἴασις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴασιν — Ἴασις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ἰάσει — ἰά̱σει , ἴασις healing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἰά̱σεϊ , ἴασις healing fem dat sg (epic) ἰά̱σει , ἴασις healing fem dat sg (attic ionic) ἰά̱σει , ἰάομαι j fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἰάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἰάζω fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίαση — η (AM κριθίασις) γαστραλγία τών ιπποειδών, που εμφανίζεται όταν τρώγουν λαίμαργα και σε ακατάλληλες ώρες μεγάλη ποσότητα κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. κριθίασις < κριθ ιῶ / άω (πρβλ. αλωπεκ ίασις, μυωπ ίασις)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που …   Dictionary of Greek

  • ἰάσεις — ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/voc pl (attic epic) ἰά̱σεις , ἴασις healing fem nom/acc pl (attic) ἰάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἰάζω fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”